αγκυροβόλιο(ν)

αγκυροβόλιο(ν)
το рейд, якорная стоянка, пристань, бухта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγκυροβόλιο(ν)" в других словарях:

  • αγκυροβόλιο — το (Α ἀγκυρηβόλιον και ἀγκυροβόλιον) τόπος κατάλληλος για το αγκυροβόλημα πλοίου, αραξοβόλι, όρμος, λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλιο — το λιμάνι ή όρμος κατάλληλα για αγκυροβόληση, αραξοβόλι, σκάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • αγκουράγιο — το το αγκυροβόλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ancorragio (= αγκυροβόλιο)] …   Dictionary of Greek

  • άγκυροβόλιον — ἀγκυροβόλιον, το (Α) βλ. αγκυροβόλιο …   Dictionary of Greek

  • αγκυρηβόλιον — ἀγκυρηβόλιον, το (Α) βλ. αγκυροβόλιο …   Dictionary of Greek

  • ανορμίζω — ἀνορμίζω (Α) 1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος 2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • καραβοστάσι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (389 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέρδικας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • ορμίστρια — ὁρμίστρια, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα τρια (πρβλ. τοκίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • πεταλάς — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος (υψόμ. 80 μ.). Ανήκει στη συστάδα των Εχινάδων και υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα της Αγίας Ευφημίας, της πρώην επαρχίας Σάμης, του νομού Κεφαλληνίας. Ο Π. έχει καλό αγκυροβόλιο. * * * ο, Ν [πέταλο] τεχνίτης που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»